- πρωτομάστορας
- πρωτομάστορης ο1) старший мастер; 2) прораб
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτομάστορας — πρωτομάστορας, ο και πρωτομάστορης, ο ο πρώτος από τους μάστορες, ο αρχιμάστορας, ο αρχιτεχνίτης: ...Και μη στοιχειώστε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη, παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτομάστορας — και πρωτομάστορης, ο, Ν 1. ο πρώτος τών μαστόρων, ο αρχιτεχνίτης 2. έμπειρος κτίστης τεχνίτης που αναλαμβάνει εργολαβικώς την εκτέλεση ενός έργου («βρίσκει τον πρωτομάστορη κι έκανε το κιβούρι», δημ. τραγούδι) … Dictionary of Greek
εσνάφι ή σινάφι — (esnaf). Ονομασία επαγγελματικών ενώσεων στα φεουδαρχικά μουσουλμανικά κράτη της Ανατολής. Η λέξη ε. είναι τουρκική και σημαίνει τον χειροτέχνη και τη συντεχνία. Το ε., που είχε πολλές ομοιότητες με τις δυτικοευρωπαϊκές συντεχνίες, εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek
Nikos Kazantzakis — For the municipality on Crete see Nikos Kazantzakis (municipality). Nikos Kazantzakis Born February 18, 1883(1883 02 18) Heraklion, Crete, Ottoman Empire (now … Wikipedia
αρχιτέκτονας — ο (θηλ. αρχιτεκτόνισσα, η) (AM ἀρχιτέκτων) [τέκτων] 1. ο επιστήμονας που σχεδιάζει οικοδομήματα ή μνημεία και επιβλέπει την κατασκευή και τη διακόσμηση τους 2. ο πρωτεργάτης ή αυτός ο οποίος πρώτος επινόησε κάτι και φρόντισε για την εκτέλεση του… … Dictionary of Greek
αρχιτεχνίτης — ο 1. ο επικεφαλής ομάδας τεχνιτών, ο πρωτομάστορας 2. «αρχιτεχνίτης υλικού πολέμου» ειδικότητα του Στρατού Ξηράς (επικεφαλής σε πυροτεχνουργούς, ξυλουργούς κ.λπ.) … Dictionary of Greek
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek
πρωτομαΐστωρ — ορος, ὁ, Μ [μαΐστωρ] πιθ. αρχιτεχνίτης, πρωτομάστορας … Dictionary of Greek
Αγία Σοφία — I Ο ονομαστός βυζαντινός ναός της Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση μετατράπηκε σε τζαμί και τώρα είναι μουσείο. Η Α.Σ. είναι ένα από τα λαμπρότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του χριστιανισμού και η οικοδόμησή της, σύμφωνα με μια παράδοση,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Καζαντζάκης, Νίκος — (Ηράκλειο Κρήτης 1883 – Φράιμπουργκ Γερμανίας 1957).Λογοτέχνης, μεταφραστής και στοχαστής. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα (1902 6) και φιλοσοφία στο Παρίσι (1907 9). Την περίοδο 1914 15, μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό, περιηγήθηκε τους τόπους της… … Dictionary of Greek